γυροσκοπικός

γυροσκοπικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με το γυροσκόπιο: Γυροσκοπικός πλοηγός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυροσκοπικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το γυροσκόπιο ή είναι εφοδιασμένος με γυροσκόπιο 2. φρ. α) «γυροσκοπικό φαινόμενο» η τάση που εμφανίζει στερεό σώμα περιστρεφόμενο γύρω από άξονα να αντιτίθεται σε μεταβολή τής διεύθυνσης τού άξονα περιστροφής β)… …   Dictionary of Greek

  • γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… …   Dictionary of Greek

  • σταθερωτήρας — ο, Ν ναυτ. γυροσκοπικός μηχανισμός στο κύτος τού πλοίου που ενεργεί σε δύο πλατιά εξέχοντα πτερύγια ώστε να περιορίζονται οι κλίσεις τού πλοίου κατά τους διατοιχισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθερώνω + επίθημα τήρας (πρβλ. σιγασ τήρας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”